Ἀριστᾶν — Ἀρίστη fem gen pl (doric aeolic) Ἀρίστης masc gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀριστᾶν — ἄριστος best masc/fem gen pl (doric) ἀ̱ριστᾶν , ἀριστάω take the pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἀ̱ριστᾶν , ἀριστάω take the pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἀ̱ριστᾶν , ἀριστάω take the pres part act masc nom sg (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀριστᾷν — ἀ̱ριστᾷν , ἀριστάω take the pres inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρίσταν — Ἀρίστᾱν , Ἀρίστη fem acc sg (doric aeolic) Ἀρίστᾱν , Ἀρίστης masc acc sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
обѣдовати — ОБѢД|ОВАТИ (12), ОУЮ, ОУѤТЬ гл. Обедать: ѥдиного же прп(д)бьна съ собою сѣд˫аща и на ѥдинои сѣдалищи твор˫аше ѡбѣдовати. (ἐποιεῖτο συνέστιον) ЖФСт XII, 161; ˫Ако не подобаеть хрьсти˫аномъ на бракы ходѧще играти или плѧсати нъ чисто обѣдовати или… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
μαθαίνω — και μανθάνω (AM μανθάνω, Μ και μαθαίνω) 1. αποκτώ γνώση ή γνώσεις με σπουδές, έρευνες, εξάσκηση ή πείρα, διδάσκομαι (α. «όσο ζω μαθαίνω» β. «ἀεὶ γὰρ ἡβᾷ τοῑς γέρουσιν εὖ μαθεῑν», Αισχύλ.) 2. γίνομαι κύριος μιας γνώσης, κάνω κτήμα μου αυτό που… … Dictionary of Greek
πορεύω — ΝΜΑ [πόρος] μέσ. πορεύομαι α) βαδίζω, οδοιπορώ, πηγαίνω κάπου («ὥστ ἐφ ἑνὸς πορεύονται σκέλους ἀσκωλίζοντες», Πλάτ.) β) πλέω διά θαλάσσης, ταξιδεύω (α. «βραδέως επορεύετο το σκάφος», Καλλιγ. β. «νέας τὰς ἀρίστας ἐπιλεξάμενος... ἐπορεύετο περὶ τὰ… … Dictionary of Greek